- βούβαλιν
- βούβαλιςantelopefem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βουβάλι — το (Μ και βουβάλιν) μσν. νεοελλ. ο βούβαλος νεοελλ. 1. χοντρός και άκομψος άνθρωπος 2. νωθρός και ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το βους*, εκτός εάν η σύνδεση οφείλεται σε παρετυμολογία. Ο σχηματισμός της λ. παραμένει ασαφής, ενώ η… … Dictionary of Greek
λεοντόχορτος — λεοντόχορτος, ον (Α) αυτός που κατασπαράχθηκε από λιοντάρι («λεοντόχορτον βούβαλιν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + χόρτος «τροφή» (πρβλ. λινό χορτος, πολύ χορτος)] … Dictionary of Greek